θαμέες

θαμέες
θαμέες, oἱ, θηλ. θαμειαί (Α)
1. συνωστισμένοι, στριμωγμένοι, πυκνοί («ὀδόντες... ὑὸς θαμέες ἔχον», Ομ. Ιλ.)
2. συχνοί («θαμέες λυγμοί», Νίκ.).
επίρρ...
θαμέως (Α)
συχνά, θαμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το επίρρ. θαμά*, έχει υποτεθεί αμάρτ. τ. *θαμύς (πρβλ. τάχα - ταχύς), τού οποίου πληθ. είναι το θαμέες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαμέες — crowded masc nom pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμειαί — θαμέες crowded fem nom pl θαμέες crowded fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμᾶ — θαμέες crowded neut acc pl (doric aeolic) θαμέες crowded neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμέα — θαμέες crowded neut acc pl (epic ionic) θαμέες crowded neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμειαῖς — θαμέες crowded fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμέας — θαμέες crowded masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμέεσσι — θαμέες crowded masc/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμέεσσιν — θαμέες crowded masc/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμέσι — θαμέες crowded masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”